ιερατίτης

ιερατίτης
ορυκτό που αποτελείται από φθοριοπυριτικό κάλιο και έχει τεφρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hieratite < Hiera (Vulcano), ονομασία ενός νησιού που ανήκει στην ηφαιστειογενή ομάδα νησιών στη βόρεια ακτή τής Σικελίας τα οποία ονομάζονταν Αιόλου* ή Λιπάραι Νήσοι + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”